- επεμβατήρ
- ἐπεμβατήρ, ο (Α)βλ. επεμβάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επεμβάτης — ἐπεμβάτης και ἐπεμβατήρ, ο (Α) [επεμβαίνω] 1. αναβάτης («ἵππων... ἐπεμβάτας», Ευρ.) 2. ιππέας 3. φρ. «ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις» αυτοί που πατούν ανάλαφρα … Dictionary of Greek